καθετήρας

καθετήρας
ο
ιατρικό εργαλείο με μορφή λεπτού σωλήνα που μπαίνει μέσα σε φυσιολογική κοιλότητα ή πόρο του σώματος για εξέταση ή για εξαγωγή υγρού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • καθετῆρας — καθετήρ anything let down into masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλίσκος — ο (AM αὐλίσκος) [αυλός] 1. μικρός αυλός 2. σωληνάκι, καθετήρας αρχ. 1. δικαστική ψήφος 2. ενώτιο, σκουλαρίκι περσικό …   Dictionary of Greek

  • διπύρηνος — η, ο (Α διπύρηνος, ον) (για καρπούς) αυτός που έχει δύο πυρήνες, κουκούτσια αρχ. το ουδ. ως ουσ. το διπύρηνον χειρουργικό εργαλείο, καθετήρας …   Dictionary of Greek

  • καθετηριάζω — κάνω καθετηρίαση, βάζω καθετήρα σε φυσικό σωλήνα ή σε κοιλότητα τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς ή για εξέταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθετήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • καυλίσκος — ο (ΑΜ καυλίσκος) ο τρυφερός κορμός τών χαμηλών φυτών, μικρός βλαστός μσν. το κοίλο μέρος τής ρίζας τού φτερού αρχ. 1. το χερούλι τής λυχνίας 2. καθετήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + υποκορ. κατάλ. ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτομήλη — λεπτομήλη, ἡ (Α) επιγρ. λεπτή μήλη, λεπτός καθετήρας, μικρό χειρουργικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μήλη «χειρουργικό εργαλείο» (πρβλ. αγκυρο μήλη, πλατυ μήλη)] …   Dictionary of Greek

  • μαλατήρες — μαλατῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναῡται». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. μαλατῆρες είναι εσφαλμένη γραφή τού τ. μᾱλωτῆρες, οπότε η λ. συνδέεται με τους τύπους (τής ιατρικής ορολογίας) μήλη «καθετήρας» και μηλόω] …   Dictionary of Greek

  • μηλωτή — (I) η (ΑΜ μηλωτή) δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου νεοελλ. μσν. είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ.… …   Dictionary of Greek

  • μηλωτίς — μηλωτίς, ίδος, ἡ (Α) μήλη, καθετήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλῶ «εξετάζω με τη μήλη» + επίθημα τίς (πρβλ. λιβανω τίς, στεφανω τίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”